μάρτυσι

μάρτυσι
μάρτυς
witness
masc/fem dat pl (aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • MANUS — I. MANUS apud Quintilianum l. 5. c. 13. Ut gladiatorum manus, quae secundae vocantur, fiunt et tertiae, si prima ad evocandum adversarii ictum prolata erat, et quartae, si geminata captatio est, ut bis cavere bis repetere oportuerit: sunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μυθογράφος — ο (Α μυθογράφος) αυτός που γράφει, που συνθέτει μύθους, ο μυθοπλάστης («οὐκ ἃν ἔτι πρέπον εἴη ποιηταῑς καὶ μυθογράφοις χρῆσθαι μάρτυσι περὶ τῶν ἀγνοουμένων», Πολύβ.) νεοελλ. αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη συλλογή από ζωντανές αφηγήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • АГАПИЯ, ХИОНИЯ И ИРИНА — [греч. Χιονία снежная], [греч. Εἰρήνη мир] († 304), мученицы Солунские (Иллирийские) (пам. 16 апр.; сир. 2 апр.; греч. 22 дек. со святыми Анастасией и Хрисогоном; зап. 1 или 5 апр., 25 дек.). Память Солунских мучениц А. и Хионии встречается уже в …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”